μπαφιάζω

μπαφιάζω
1. μετ. окуривать; одурманивать куревом;

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μπαφιάζω" в других словарях:

  • μπαφιάζω — μπαφιάζω, μπάφιασα, μπαφιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μπαφιάζω — 1. αποκάμνω από την πολύ κούραση 2. αποναρκώνομαι από τη συνεχή χρήση τσιγάρου 3. μτφ. αγανακτώ, οργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. από τον ήχο μπάφ τής εκπνοής + κατάλ. ιάζω] …   Dictionary of Greek

  • μπαφιάζω — μπάφιασα, μπαφιασμένος, σκάζω, εξαντλούμαι από κούραση, στενοχωρούμαι πολύ: Μπάφιασα μέχρι ν’ ανεβώ τη σκάλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπάφιασμα — το [μπαφιάζω] το αποτέλεσμα τού μπαφιάζω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»